The ‘Burden of History’ and Controversial Issues

Die ‘Last der Geschichte’ und kontroverse Themen | Το ‘Βάρος της Ιστορίας’ και τα Συγκρουσιακά Ζητήματα στην Εκπαίδευση

 

Abstract: In 2002 a history textbook was withdrawn by the Greek minister of education because a certain historiographic interpretation was adopted. In 2006 a passionate debate broke out because of the non-passionate tone that another history textbook adopted to narrate a traumatic event of Greek history. In the summer of 2012 there was panic about the omission of three vowels by a new grammar book that was then published, while now there are protests because of the omission of “Antigone” from the new ancient Greek national curriculum.
DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2017-8669 .
Languages: ελληνικά, English, Deutsch


Το 2002 ένα σχολικό βιβλίο ιστορίας αποσύρθηκε από τον τότε υπουργό παιδείας στην Ελλάδα εξαιτίας της υιοθέτησης μιας συγκεκριμένης ιστοριογραφικής ερμηνείας από τους συγγραφείς· το 2006 ξέσπασε μία παράφορη αντιπαράθεση στη χώρα διότι σε κάποιο άλλο σχολικό βιβλίο ιστορίας υιοθετήθηκε υποτονικό ύφος προκειμένου να αποδοθεί ένα κάποιο άλλο τραυματικό γεγονός της ελληνικής ιστορίας. Το καλοκαίρι του 2012 δημιουργήθηκε πανικός εξαιτίας της παράλειψης τριών φωνηέντων από ένα νέο βιβλίο γραμματικής, ενώ αυτή την περίοδο έχουμε κορύφωση στις διαμαρτυρίες για την κατάργηση της «Αντιγόνης» από το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών των αρχαίων ελληνικών του σχολείου.

Ελλάδα: Πόλεμοι της Ιστορίας ως Πόλεμοι για το ‘Περιεχόμενο’

Όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος από τα παραπάνω, στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στο χώρο της ιστορικής εκπαίδευσης, αλλά και σε άλλα μαθήματα του σχολείου, υπάρχει μία εμμονή σε σχέση με το οποιοδήποτε ‘περιεχόμενο’. ‘Πόλεμοι’ της ιστορίας για το ποια γεγονότα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στη διδασκαλία και ποια όχι, αποσιωπήσεις και παραλείψεις, και επιλογές ‘επίσημης αφήγησης’[1] για το σχολείο εμφανίζονται και σε άλλες χώρες βέβαια ενώ έχουμε συχνά κι αλλού έντονες ‘δημόσιες αντιπαραθέσεις’[2]. Όμως εκείνο που διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες είναι ότι εδώ οι πόλεμοι αφορούν περισσότερο το ίδιο το εθνικό παρελθόν[3] παρά τη διδασκαλία της ιστορίας συνολικά. Κατά συνέπεια παράμετροι όπως το πώς θα έπρεπε να διδάσκεται η ιστορία στο σχολείο (μεθοδολογία) ή το γνωστό δίλημμα ανάμεσα σε γνώσεις περιεχομένου[4] και δεξιότητες[5] σε σχέση με την επιστήμη της ιστορίας απασχολούν συνήθως μόνο τους ερευνητές, έχουν δηλαδή περιορισμένη απήχηση. Εκείνο που συνήθως κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο είναι η ιστορική και πολιτική ανάλυση των βιβλίων της ιστορίας, η αφηγηματική τους ‘γραμμή’ και όχι η επιστημολογκή[6] (σε σχέση με την επιστήμη της ιστορίας) και παιδαγωγική τους ανάλυση. Οι ‘πηγές’ που επίσης απαντώνται στα σχολικά βιβλία στην Ελλάδα σπάνια συνιστούν «αντιθετικές» ή «αλληλοαποκλειόμενες»[7] αφηγήσεις, συνήθως συμπληρώνουν τη βασική αφήγηση της διδακτικής ενότητας. Ενώ οι Έλληνες εκπαιδευτικοί ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν «πολυπρισματικότητα» («πολυφωνία») στα μαθήματά τους, δεν τους παρέχεται η απαραίτητη βοήθεια. Έτσι δε θα πρέπει να μας παραξενεύει ότι το 2006, όταν μια μεγάλη δημόσια αντιπαράθεση ξέσπασε στην Ελλάδα σχετικά με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, πολύ λίγοι σχολίασαν την παιδαγωγική του προσέγγιση που θα μπορούσε να είναι πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα, οι περισσότεροι επικεντρώθηκαν στην αφήγηση, δηλαδή σε ζητήματα περιεχομένου.

Σε αυτό το άρθρο θα ήθελα να σχολιάσω δύο σημεία: όσον αφορά το εξωτερικό, μετά από μια μακρά περίοδο όπου η γνώση ‘περιεχομένου’ είχε αποκηρυχθεί από την ιστορική εκπαίδευση ενώ πριμοδοτήθηκαν οι έννοιες εκείνες της ιστορίας οι σχετικές με τη μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας, αυτη τη στιγμή φαίνεται να υπάρχει η ανάγκη εστίασης εκ νέου στα γεγονότα και τις λεπτομέρειές τους λόγω της ανάγκης πολυπρισματικών πηγών. Όσον αφορά πάλι την Ελλάδα: παρόλο που υπάρχουν πάρα πολλές δημόσιες αντιπαραθέσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των ιστορικών αφηγήσεων και παρόλο που οι ιστορικοί της δημόσιας ιστορίας προσπαθούν να τις ερμηνεύσουν, οι θιασώτες μιας κριτικής σχολικής ιστορίας πολύ λίγο συνειδητοποιούν πόσο η τελευταία εξαρτάται και από τα εργαλεία που διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί. Στις επόμενες παραγράφους θα αναφερθώ σύντομα στις εξελίξεις στην ιστορική εκπαίδευση πρώτα στη δεκαετία του 1970 και έπειτα στην περίοδο μετά το 1990.

Η ‘Δαιμονοποίηση’ του Ιστορικού Περιεχομένου στην Ιστορική Εκπαίδευση

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών λόγω νεωτερικών και μετανεωτερικών θεωρητικών επιρροών οι παιδαγωγοί της ιστορίας άρχισαν να βλέπουν την ιστορία και το ρόλο του ιστορικού πιο κριτικά εστιάζοντας στην ιστορία ως κατασκευή. Ως συνέπεια η διδασκαλία μετατοπίστηκε από την απόκτηση περιεχομένου στις διαδικασίες που ακολουθεί κατά την έρευνά του ο ιστορικός. Έμφαση δόθηκε σε έννοιες όπως «αλλαγή», «συνέχεια», «ενσυναίσθηση», «αιτιότητα», «κριτήρια για το τι είναι σημαντικό στο παρελθόν», έννοιες που υπονοούν την ύπαρξη ενός άλλου τύπου ‘γνώσης’[8] που προηγείται και υποστηρίζει την ιστορική αφήγηση ως τελικό προιόν. Στο πλαίσιο της «Νέας Ιστορίας» στην εκπαίδευση οι μαθητές δε έπρεπε πλέον να μαθαίνουν ‘έτοιμα’ αφηγήματα’ αλλά να ‘δομήσουν’ οι ίδιοι την κατανόησή τους του παρελθόντος, με λίγα λόγια έπρεπε να προσομοιώσουν ό,τι έκαναν οι ίδιοι οι επαγγελματίες ιστορικοί.

Αυτό είχε ως συνέπεια να μην προβάλλεται ως στόχος για τους μαθητές η κατάκτηση συγκεκριμένου ιστορικού περιεχομένου μια και μια τέτοια πρακτική ήταν τυπική παλαιότερων διαδικασιών όταν θεωρούνταν ότι οι δάσκαλοι μετέδιδαν απλώς στα παιδιά ένα σώμα γνώσεων. Συγχρόνως οι παιδαγωγοί της ιστορίας ασκούσαν κριτική για τα σχολικά βιβλία ιστορίας θεωρώντας τα «μηχανισμούς πολιτισμικών επιλογών»[9] για λογαριασμό των εθνών-κρατών. Την ίδια περίοδο, η επικέντρωση στην ιστορία ως ερευνητική διαδικασία θεωρήθηκε αντίδοτο στα μονολιθικά και αδιαφοροποίητα εθνικά αφηγήματα που ήταν κυρίαρχα στην ιστορική εκπαίδευση, στην πιο δημοφιλή ιστορική κουλτούρα και σε μεγάλο βαθμό στην ίδια την ιστορική συνείδηση των μαθητών.

Η Ιστορική Εκπαίδευση ως επιδίωξη της Ιστορικής Συνείδησης: η Αναθεώρηση της Ανάγκης για ‘Περιεχόμενο’

Πιστεύω πως οι μετατοπίσεις στην ιστορική εκπαίδευση μετά το 1990 υποχρέωσαν τους παιδαγωγούς της ιστορίας να εστιάσουν εκ νέου στο περιεχόμενο: η πολυπρισματικότητα και τα συγκρουσιακά ζητήματα στη ιστορία δεν είναι διαχειρίσιμα χωρίς καλή γνώση περιεχομένου[10].

Αυτό που συνέβη μετά το 1990, είναι ότι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη προέβαλαν περισσότερο τις πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στις ευρωπαικές χώρες παρά την κοινή ευρωπαική ιστορία[11]. Οι παιδαγωγοί της ιστορίας εστίασαν στην ανάγκη για πολυπρισματική θεώρηση καθώς και στο ότι οι μαθητές έπρεπε να ερευνούν τους λόγους, πολιτισμικούς και άλλους, που αποτελούν τη βάση διαφοροποιημένης αντίληψης κοινών κατά τα άλλα εμπειριών[12] ανάμεσα στους λαούς. Την ίδια περίοδο φαίνεται πως σημειώθηκε μια μετατόπιση στην ιστορική εκπαίδευση από την «ιστορική σκέψη» στην «ιστορική κατανόηση»[13], κατανόηση σε τελευταία ανάλυση των διαφορετικών ταυτοτήτων και του πλαισίου που δημιουργούν για σημασιοδοτήσεις του ιστορικού γίγνεσθαι. Η τελευταία μετατόπιση μπορεί να οφείλεται στην κοινή για την ιστοριογραφία και διδακτική της ιστορίας εστίαση στην ιστορική συνείδηση που πραγματοποιήθηκε περί τη δεκαετία του 1970[14], καθώς και τη συνειδητοποίηση πως εάν έπρεπε να παραμείνει η ιστορία στα σχολικά αναλυτικά προγράμματα όφειλε να υπηρετεί και γενικότερους στόχους εκτός της επιστήμης της ιστορίας. Η ίδια η εκπαίδευση θεωρήθηκε ως διαδικασία διαμόρφωσης ταυτότητας, άρα η ιστορική σκέψη θάπρεπε να χρησιμοποιηθεί από τους μαθητές στη ζωή, στην πράξη, κατά συνέπεια η ιστορική γνώση αυτή καθ’ αυτή δεν επαρκούσε, έπρεπε να βρίσκει και την εφαρμογή της. Οι παιδαγωγοί της ιστορίας αναφέρονταν στην ανάγκη συνάφειας[15] του μαθήματος της ιστορίας με τους μαθητές, τα ενδιαφέροντα και τη ζωή τους. Αυτό είναι δυνατό μόνο όταν τα συγκρουσιακά ζητήματα δεν προσπερνώνται στη τάξη της ιστορίας στο σχολείο.

Η Επιφανειακή Γνώση του Ιστορικού Περιεχομένου Απαλείφει τις Συγκρούσεις για το Παρελθόν

Ως συνέπεια, φαίνεται πως υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για καλή γνώση των γεγονότων: «οι περισσότερες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις σε σχέση με το παρελθόν οφείλονται σε διαφορετικές εκδοχές ιστορικών πληροφοριών». Συμπληρωματικά ο McCully[16] συνιστά όχι μόνο πολυπρισματικότητα αλλά και προσεγγίσεις μέσα από διαφορετικά είδη πηγών μια και τα σχολικά βιβλία είναι συχνότατα γραμμένα μεροληπτικά. Οπότε προτείνει εγχειρίδια γραμμένα από ομάδες συγγραφέων (από διαφορετικές χώρες) όπως είναι συνήθως οι εκδόσεις των διεθνών οργανισμών και των μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Ο Lee[17] παραδέχεται ότι οι μαθητές οφείλουν να ξέρουν αρκετή ιστορία και όχι μόνο ιστορική μεθοδολογία και ο Chapman[18] μας θυμίζει πως οι παραδοχές που κάνουν οι ιστορικοί σε σχέση με το παρελθόν είναι και αυτές που δομούν τα επιχειρήματά τους. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι τρεις τουλάχιστον μεταιστορικές έννοιες που περιγράφουν διαδικασίες της ιστορικής έρευνας εξαρτώνται απολύτως από τη λεπτομερή γνώση του παρελθόντος: η ενσυναίσθηση ως ανασυγκρότηση του νοοτροπιακού πλαισίου μιας περιόδου, η χρήση των τεκμηρίων που προυποθέτει την ένταξή τους σε ιστορικό πλαίσιο[19], τέλος «η θεώρηση ενός γεγονότος ως σημαντικού μια και στηρίζεται στη σχέση του[20] με άλλα γεγονότα, ενώ τα γεγονότα εκείνα με τα οποία συγκρίνεται κάθε φορά διαφοροποιούνται από αφήγηση σε αφήγηση (αναλόγως με το θέμα ή το ιστορικό ερώτημα)».

Οι παιδαγωγοί σήμερα επιμένουν πως οι αντιπαραθέσεις σε σχέση με το παρελθόν πρέπει να συζητιούνται στο σχολείο. Όμως δεν τονίζουν αρκετά το ότι η συνειδητοποίηση των αντιφάσεων στις ιστορικές ερμηνείες εξαρτάται από τη βαθιά γνώση του παρελθόντος αυτού καθαυτού, ενώ η επιφανειακή γνώση του παρελθόντος απαλείφει τελικά τις αντιφάσεις, το ίδιο και τις αντιπαραθέσεις.

_____________________

Συνιστώμενη Βιβλιογραφία

Δικτυακές Πηγές

_____________________
[1] “Authoritative storylines”, Stuart Foster: Re-thinking History Textbooks in a Globalized World, σε Mario Carretero et al. (επιμ): History Education and the Construction of National Identities, IAP 2012, σσ. 49-62
[2] Σχετικές εκδόσεις, Irene Nakou & Isabel Barca (επιμ): Contemporary Public Debates over History Education, IAP 2010, Tony Taylor & Robert Guyver (επιμ): History Wars and the Classroom, IAP 2011, Robert Guyver (επιμ): Teaching History and the Changing Nation State, Bloomsbury 2016
[3] Irene Nakou, Isabel Barca (2010)
[4] Όπως για παράδειγμα «φεουδάρχης», «βασιλιάς», «προεστός», κ.ά.
[5] Όπως για παράδειγμα «αιτιότητα», «ενσυναίσθηση», κ.ά.
[6] Jason Nichols “Methods in School TextBook Research” IJHLTR 3 (2), 11-26 (2003)
[7] Μεταφράζουμε αντίστοιχα τους όρους «contrary» και «contradictory» από Arthur Chapman: Historical Interpretations, σε Ian Davies (επιμ): Debates in History Teaching, Routledge 2011, σσ. 96-108
[8] Peter Lee: Putting Principles into Practice: Understanding History, σε Suzanne Donovan & John Bransford (επιμ): How Students Learn, National Academies Press 2005, σσ. 31-78
[9] Stuart Foster: Re-thinking History Textbooks in a Globalized World, σε Mario Carretero et al. (επιμ): History Education and the Construction of National Identities, IAP 2012, σσ. 49-62
[10] Christine Counsell: Narrating Continuity, σε Arthur Chapman & Aries Wilschut (επιμ): Joined-Up History, IAP 2015, σσ. 317-350
[11] Robert Stradling: Multiperspectivity in History Teaching: A Guide for Teachers, Council of Europe 2003
[12] Peter Seixas: Does Postmodern History Have a Place in the Schools? σε Peter Stearns et al. (επιμ): Knowing, Teaching & Learning History, N.Y.: New York University Press 2000, σσ. 19-35
[13] Christian Laville: Historical Consciousness and Historical Education: What to Expect from the First for the Second, σε Peter Seixas (επιμ): Theorizing Historical Consciousness, University of Toronto Press 2004, σσ. 165-182
[14] Jorn Rüsen: “The Didactics of History in West Germany”, in: History and Theory 26 (3) (1987) σσ. 275-286
[15] «relevance» σε Kitson et al., (επιμ): Teaching and Learning History 11-18, Open University Press 2011, σελ. 150
[16] Alan McCully: The Contribution of History Teaching to Peace Building, σε Gavriel Salomon & Ed Cairns (επιμ), Handbook on Peace Education: New York & Hove: Psychology Press 2010, σσ. 213-222
[17] Peter Lee: Putting Principles into Practice: Understanding History, σε Suzanne Donovan & John Bransford (επιμ): How Students Learn, National Academies Press 2005, σσ. 31-78
[18] Arthur Chapman: Asses, archers and assumptions: strategies for improving thinking skills in history in Years 9 to 13, σε: Teaching History 123 (2006) σσ. 6-13
[19] Elisabeth Pickles: English Students’ Inferences About Motives from Historical Sources, σε Arthur Chapman & Arie Wilschut (eds): Joined-Up History, IAP 2015, σσ. 351-370
[20] Robert Ellis: Political change through time. A study in development, Cambridge History Project, vol.1, Cheltenham, Stanley Thornes, 1993, σελ. 9

_____________________

Image Credits

History © Blacren via flickr (CC-BY-2.0)

Recommended Citation

Apostolidou, Eleni: Το ‘Βάρος της Ιστορίας’ και τα Συγκρουσιακά Ζητήματα στην Εκπαίδευση. In: Public History Weekly 5 (2017) 12, DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2017-8669

Copyright (c) 2017 by De Gruyter Oldenbourg and the author, all rights reserved. This work may be copied and redistributed for non-commercial, educational purposes, if permission is granted by the author and usage right holders. For permission please contact the editor-in-chief (see here). All articles are reliably referenced via a DOI, which includes all comments that are considered an integral part of the publication.

The assessments in this article reflect only the perspective of the author. PHW considers itself as a pluralistic debate journal, contributions to discussions are very welcome. Please note our commentary guidelines (https://public-history-weekly.degruyter.com/contribute/).


Categories: 5 (2017) 12
DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2017-8669

Tags: , , , ,

Pin It on Pinterest

undefined
undefined
undefined
undefined
undefined