Misinformation, Trivialization, and Plagiarism

Παραπληροφόρηση, Απλούστευση και Λογοκλοπή στη Δημόσια Ιστορία | Fehlinformationen, Trivialisierung und Plagiate

 

Abstract: This intervention addresses the advantages and disadvantages of practicing public history, especially on-line. The underlying theme is that that the advantages of the digital culture that prevails in public history can end up functioning against the ‘common good’. Another dimension is that the participatory processes – which also prevail in the internet environment – limit exclusive authorship and facilitate plagiarism. Researchers attempt to historicize the latter phenomena and assess whether the use of digital media signifies a transition to a new paradigm of intellectual property ownership.
DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2020-14894
Languages: Greek, English, German


Είναι η δημόσια ιστορία αντίθετη στην ιστοριογραφία; Είναι κάτι λιγότερο από την ιστοριογραφία ή ίσως καθόλου ιστοριογραφία; Σύμφωνα με τον Goschler, «η δημόσια ιστορία προέρχεται από την ακαδημία και ως εκ τούτου αποτελεί ένα δημοφιλές προϊόν ιστοριογραφίας, που απευθύνεται σε μη εξειδικευμένα ακροατήρια. Αντιπροσωπεύει επίσης την ιστορία που παράγεται από ‘τα κάτω’, πράγμα που έχει ως συνέπεια και τον εκδημοκρατισμό του επαγγέλματος του ιστορικού μια και το «μονοπώλιο ερμηνείας» του τελευταίου φαίνεται να αμφισβητείται». [1] Το επιχείρημά  μας εδώ είναι ότι υπάρχει ένταση μεταξύ αφενός του παραπάνω εκδημοκρατισμού και των ευκαιριών που προσφέρει η δημόσια κουλτούρα της ιστορίας, και αφετέρου της παραπληροφόρησης και του επιστημολογικού και ιδεολογικού αποπροσανατολισμού. Κεντρικό στοιχείο αυτής της έντασης είναι ο ρόλος του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων στη διάδοση των γνώσεων και των πληροφοριών για το παρελθόν, και ο συμμετοχικός και αλληλεπιδραστικός τους χαρακτήρας.

Πλεονεκτήματα της Ψηφιακής Δημόσιας Ιστορίας

Αναφέρουμε πρώτα τις ευκαιρίες που προσφέρει το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα στην εκπαίδευση. Εξάλλου, η εκπαίδευση φαίνεται να είναι προνομιακός τομέας της δημόσιας ιστορίας: απευθύνεται σε μη ειδικευμένο κοινό και διαμεσολαβείται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική. Οι Haydn και Ribbens στο κεφάλαιο τους στο Palgrave Handbook of Research in Historical Culture and Education σχολιάζουν όλες τις εφαρμογές, Web 02, You Tube clips, blogs, πίνακες συζητήσεων και εφαρμογές μέσων κοινωνικής δικτύωσης (συμπεριλαμβανομένων των Twitter και Facebook) που διευκολύνουν την ανταλλαγή υλικού και τη συζήτηση μεταξύ των καθηγητών ιστορίας, καθώς και μεταξύ των δασκάλων και των μαθητών τους. Αναφέρονται συγκεκριμένα στον Alexander, ο οποίος έχει προβάλει τη μετάβαση από τις «‘από έναν σε πολλούς’ χρήσεις της νέας τεχνολογίας (π.χ. ιστοσελίδες) σε άλλες εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης, ‘από πολλούς σε πολλούς’, ενισχύοντας έτσι τη ‘διαλογική’ μάθηση» [2] Αναφέρουν επίσης ότι “σήμερα υπάρχουν σπουδαστές της ιστορίας που ξοδεύουν περισσότερο χρόνο για να σπουδάσουν το θέμα τους εκτός επίσημων διδασκαλιών, από ό, τι κατά τη διάρκεια αυτών, καθώς χρησιμοποιούν blogs, wikis, φόρουμ συζήτησης και εφαρμογές δημιουργίας περιεχομένου προκειμένου να διαμορφώσουν ιστορικά επιχειρήματα, και να συμμετάσχουν σε συζητήσεις εκτός της σχολικής τάξης. “[3]

Οι Περιορισμοί της Ψηφιακής Δημόσιας Ιστορίας

Δεύτερον, πρέπει να αναφέρουμε τους περιορισμούς της δημόσιας – κυρίως ψηφιακής – ιστορίας για την ιστορική εκπαίδευση και τον σχηματισμό ιστορικής συνείδησης. Τα σημερινά μέσα δημιουργούν πολύ περισσότερο «θόρυβο» [4] και φαίνονται πιο αποτελεσματικά από τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Poster [5] λέει ότι σήμερα “όλα είναι παρόντα και απόμακρα ταυτόχρονα”, και ότι τα ηλεκτρονικά μέσα έχουν δημιουργήσει μια νέα αντίληψη του χρόνου τόσο για το κοινό όσο και για τους ιστορικούς: παραδοσιακά η αφήγηση δομείται από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, αλλά σήμερα φαίνεται ότι αυτή η αίσθηση προοπτικής, ή η ίδια η προοπτική, έχει χαθεί.
Σύμφωνα με τον Virilio, οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες έχουν δημιουργήσει δύο στοιχεία: τη συγχρονικότητα και την αμεσότητα, με αποτέλεσμα η αντίληψή μας για το χρόνο και τον τόπο να έχει αλλάξει. Αλλά πέρα ​​από την παραπάνω αλλαγή στην αντίληψη του τόπου και του χρόνου, τα ηλεκτρονικά μέσα, το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα μεγιστοποιούν τη δημόσια ανταπόκριση στην ιστορία που παράγεται στον δημόσιο χώρο. Ζούμε σε έναν κόσμο με «έντονη ιστορική συνείδηση» [6], όπου τα μέσα ενημέρωσης πολλαπλασιάζουν τον αντίκτυπο και τον «θόρυβο» που παράγουν τα ρεύματα και οι τάσεις στην ιστορική συνείδηση. Αυτός είναι και ο λόγος που οι «πόλεμοι της ιστορίας» έχουν γίνει τόσο έντονοι σήμερα, όπως αντικατοπτρίζονται στην ιστορική εκπαίδευση

Άλλοι περιορισμοί μοιάζουν να είναι ιδεολογικές και επιστημολογικές «παραμορφώσεις», που εντοπίζονται ευκολότερα στα βιντεοπαιχνίδια, ακόμη και σε όσα συνιστούν εκπαιδευτικό ψηφιακό υλικό. Η συνήθης κριτική για τις «εναλλακτικές» αναπαραστάσεις του παρελθόντος, όπως ο κινηματογράφος και οι ψηφιακές αναπαραστάσεις, είναι η έλλειψη ακρίβειας, η υπεραπλούστευση και μάλιστα οι «στρεβλώσεις» της ιστορικής γνώσης. Αυτό αφορά όχι μόνο τα ψηφιακά παιχνίδια αλλά και όλα τα «ασυνήθιστα» μέσα αναπαράστασης του παρελθόντος: η επιδίωξη της εξοικείωσης ενός μη ακαδημαϊκού κοινού με την ιστορία φαίνεται να οδηγεί σε ανακρίβειες και υπεραπλουστεύσεις στη διαχείριση του ιστορικού υλικού. Ο McCall [7] αναφέρει πολλές ανακρίβειες στα ψηφιακά παιχνίδια τα οποία μελετά, καθώς και απλουστεύσεις ή μεροληψίες. Θεωρεί τα παραπάνω συνέπειες του ψυχαγωγικού τους χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι λεπτομέρειες στην απόδοση ιστορικού περιεχομένου, θα καθιστούσαν τα παιχνίδια το λιγότερο μη ελκυστικά, αν όχι και αποθαρρυντικά ∙ επίσης ο McCall θεωρεί τα παιχνίδια και ως αναπόφευκτες συνέπειες των απόψεων των παραγωγών τους. Μία βασική προκατάληψη στα περισσότερα παιχνίδια είναι η εστίαση στον πόλεμο και ο ρόλος που διαδραματίζει στην ιστορία, αλλά αυτή η εστίαση ενισχύει την αίσθηση του ελέγχου στους παίκτες αφού οι «δοκιμές» που περνούν είναι συγκεκριμένες, μετρήσιμες και συμβάλλουν στο γόητρο και τον «ηρωισμό» τους. Σύμφωνα πάλι με τον McCall,  μια άλλη θεωρητική «προκατάληψη» θα μπορούσε να είναι ο παράγοντας της γεωγραφίας και ο ρόλος της στην εξέλιξη των διάφορων κοινωνιών. Όσον αφορά τις ιδεολογικές στρεβλώσεις που συναντώνται στα βιντεοπαιχνίδια, η Λούτα [8]επικεντρώνεται στην έννοια του «λουδοκαπιταλισμού» για να σχολιάσει το πώς τα παιχνίδια εξυπηρετούν τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Οι προαναφερθείσες ιδεολογίες φαίνεται να υιοθετούν αποικιοκρατικές πρακτικές και να διαδίδουν την πίστη στον καθοριστικό ρόλο της τεχνολογίας στην εξέλιξη. Επίσης υιοθετούν μια σαφώς δυτικοκεντρική θεώρηση της εξέλιξης και της προόδου.

Όπως επισημαίνει η Λούτα, το “τυχαίο” σχεδόν δεν υπάρχει, ενώ επικρατεί ντετερμινισμός, ειδικά σε εκείνα τα βιντεοπαιχνίδια που αναφέρονται σε αυτοκρατορίες. Όσον αφορά το πολύ κεντρικό ζήτημα σχετικά με τον τύπο της επιστημολογίας που εμπεριέχεται στο ψηφιακό ιστορικό περιεχόμενο στη δημόσια σφαίρα, το ερώτημα είναι πόσο «ανοιχτές» ή «κλειστές» είναι οι αφηγήσεις που αναπτύσσονται από το ψηφιακό περιεχόμενο». Οι Nikonanou και Bounia [9] μας επισημαίνουν πως μια παρουσίαση με σύγχρονα μέσα σε ένα μουσείο δεν είναι απαραιτήτως και επιστημολογικά επαρκής, ενώ αναφέρουν πως οι αφηγήσεις των είκοσι πέντε ηλεκτρονικών μουσείων που μελέτησαν ήταν ενημερωτικές αλλά “κλειστές” και δεν μπορούσαν να εμπνεύσουν ερμηνείες στο κοινό. Όσον αφορά τα βιντεοπαιχνίδια, οι απόψεις διαφέρουν μεταξύ εκείνων που τα θεωρούν εξελίξεις ενός αλγόριθμου και εκείνων που θεωρούν ότι στην πραγματικότητα αφήνουν μια σειρά επιλογών στους παίκτες, υπό την έννοια ότι οι παίκτες όχι μόνο προσομοιάζουν τη δράση στο παρελθόν, αλλά και την ιστορική μεθοδολογία σε σχέση με το παρελθόν. Ο Chapman [10] διακρίνει ανάμεσα στα βιντεοπαιχνίδια που αποτελούν ρεαλιστικές προσομοιώσεις του παρελθόντος στο οποίο αναφέρονται και σ’ εκείνα που αποτελούν «εννοιολογικές» προσομοιώσεις του. Τα τελευταία προσομοιώνουν «το λόγο για το παρελθόν παρά το ίδιο το παρελθόν».

Μια «Παράπλευρη Συνέπεια» των Ψηφιακών Μέσων: Η Λογοκλοπή και η Πρόληψή της

Μέχρι στιγμής έχουμε αναφερθεί στα πλεονεκτήματα και τους περιορισμούς της δημόσιας ιστορίας και ιδιαίτερα σε σχέση με την ψηφιακή της διάσταση. Μια άλλη διάσταση μπορεί να είναι οι «ευκαιρίες» (ή οι «πειρασμοί») που το διαδίκτυο φαίνεται να προσφέρει ώστε να προσφύγει κάποιος στη λογοκλοπή σήμερα, και ταυτόχρονα οι δυνατότητες ( ή οι «κίνδυνοι») ώστε να «πιαστούν» οι λογοκλόποι. «Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο των New York Times, το Κέντρο Ακαδημαϊκής Ακεραιότητας του Πανεπιστημίου του York επισημαίνει ότι το 40% των φοιτητών το 1999 παραδέχτηκαν ότι αντέγραψαν από το διαδίκτυο μέχρι και 10%». Οι Kassner και συνεργάτες [11] επισημαίνουν επίσης ότι “η ίδια αυτή τεχνολογία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και για να περιορίσει τη λογοκλοπή”. Οι ερευνητές αναρωτιούνται εάν έχει πραγματικά νόημα η προβολή του διαδικτύου ως εχθρού της ακαδημαϊκής ακεραιότητας και προτείνουν να διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί τα διαφορετικά πλαίσια γραφής και τις συμβάσεις που τα τελευταία συνεπάγονται. Στον ακαδημαϊκό χώρο, η λογοκλοπή τιμωρείται, ενώ κάποιος ‘αμείβεται’ για την πρωτοτυπία των επιστημονικών συμβολών του, ούτως ώστε η πνευματικής ιδιοκτησία στον ακαδημαικό χώρο είναι κεφαλαιώδης. Σε άλλα πλαίσια [12], για παράδειγμα όταν διαδίδεται ενημερωτικό υλικό για το δημόσιο συμφέρον, η αντιγραφή και η επικόλληση κειμένου χωρίς γνωστοποίηση της προέλευσής του συνιστά κοινή πρακτική. Στο τέλος, η λογοκλοπή ως διαδικασία δε θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη [13], ειδικά σε μια εποχή όπου βιώνουμε μια “αποδυνάμωση της συγγραφικής ταυτότητας” όπως το έθεσαν οι Ray και Graeff [14]

Οι τελευταίοι ερευνητές αναφέρονται στη Wikipedia, η οποία αποτελεί προιόν συλλογικής διαδικασίας, και σημειώνουν ότι «δεν είναι απλά ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο ο μεμονωμένος συγγραφέας, αλλά η ίδια η υπάρξή του τείνει να είναι πλέον περιθωριοποιημένη ∙ αντιθέτως κυριαρχούν συλλογικές πρακτικές γραφής». Με άλλα λόγια, η αποκλειστική πατρότητα του γραπτών δημιουργιών δεν είναι φυσικό, αλλά ιστορικό φαινόμενο. Από την άλλη πλευρά, ποιο είναι το όριο μεταξύ διακειμενικότητας και λογοκλοπής; [15]. Μπορούμε να μιλήσουμε για πρωτοτυπία σε έναν κόσμο όπου τα «γεγονότα» είναι τα σχόλια για άλλα, προηγηθέντα γεγονότα; Είναι τα γεγονότα «φυσικά» ή διανοητικά; Επιπλέον, η δημόσια ιστορία αναφέρεται ακριβώς στην εμπειρία των γεγονότων του παρελθόντος στο παρόν, ενώ το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διευκολύνουν τη δημιουργία γεγονότων δημόσιας ιστορίας.

Η Πρόσβαση στο Παρελθόν και τη Νοηματοδότησή του

Συμπερασματικά, επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που προσφέρει η σχετικά πρόσφατη επικράτηση της δημόσιας ιστορίας. Πιστεύουμε ότι λόγω των ψηφιακών μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου ο δημόσιος ρόλος των ιστορικών έχει ενισχυθεί σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Συνεπώς, περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να συμμετέχουν σε διαδικασίες νοηματοδότησης του παρελθόντος και μάλιστα δημόσια. Φυσικά είναι πιθανό να υπάρχουν και «απώλειες» στην παραπάνω διαδικασία. Όπως εξηγεί ο Kaufmann [16], «ο εγκρατής αναγνώστης της περιόδου του Becker έχει μεταβληθεί σε άνετο ελεγκτή και ικανό παραγωγό, είναι δηλαδή συγχρόνως ο βάρδος και ο ‘ιερέας’ του εαυτού του. Ο καθένας σήμερα δεν είναι απλώς ο ιστορικός του εαυτού του (ή και “κάτι περισσότερο από τον ιστορικό του εαυτού του”, όπως το έθεσε ο Becker) αλλά και ο προφορικός ιστορικός του εαυτού του, εξοπλισμένος με την τεχνολογία να καταγράφει τις συνεντεύξεις του που παίρνει.[17] Από την άλλη, ο Cohen [18] αμφισβητεί την νοηματοδοτική ικανότητα των περισσότερων ίσως ανθρώπων που έχουν σήμερα πρόσβαση σε ψηφιοποιημένα αρχεία προφορικής ιστορίας. Ο κόσμος έχει όντως αυξημένη πρόσβαση σε ψηφιακό υλικό – το ερώτημα που τίθεται είναι, πόσοι από τους παραπάνω έχουν πραγματική πρόσβαση στο νόημα τους; Το παραπάνω, από τη στιγμή μάλιστα που η ιστορία δεν είναι οι πηγές της, αλλά η κατανόησή τους.

_____________________

Επιπλέον Διάβασμα

  • Haydn, Terry, Kees Ribbens, “Social Media, New Technologies and History Education”, in Palgrave Handbook of Research in Historical Culture and Education, edited by Mario Carretero et al., 735-753. London: Palgrave Macmillan 2017.
  • Karagiannidis, Chralampos, Panagiotis Politis and Illias Karasavvidis (eds).
    Research in e-Learning and ICT Education. New York: Springer 2014.

Διαδίκτυο

_____________________
[1] Eleni Apostolidou, “The Public Lure of History Education”, Public History Weekly 6, no. 10 (2018), DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2018-11540  (last accessed: 13 January 2020).
[2] Terry Haydn, Keen Ribbens, “Social Media, New Technologies and History Education”, in Palgrave Handbook of Research in Historical Culture and Education, ed. M. Carretero et al (London: Palgrave Mc Millan 2017), 735-753, 746.
[3] Ibid.
[4] Paul Virilio, The Lost Dimension (New York: Semiotext, 1991), 31.
[5] Mark Poster, “History in the Digital Domain”, Historein 4 (2003): 17-32.
DOI: dx.doi.org/10.12681/historein.82 (last accessed: 13 January 2020).
[6] Peter Seixas, “The purposes of teaching Canadian history”, Canadian Social Studies, 36 (2001).
[7] Jeremiah McCall, “Playing with past: history and video games”, Journal of Geek Studies, 6(1) (2019), 29-48, 30.
[8] Katie Louta, “Ikonikoi I pragmatikoi polemoi? Psifiaka paichnidia me istoriko periechomeno” [Iconic or real wars? Digital games of historical content], a presentation in the seminar Theorizing Historical Culture, Athens, 6-5-2018, organized by the journal Historein.  Louta Iconic or real wars? Digital games of historical content], a presentation in the seminar Theorizing Historical Culture, Athens, 6-5-2018, organized by the journal Historein.
[9] Niki Nikonanou, Alexandra Bounia, A., “Digital applications in museums: an analysis from a museum education perspective”, in Research in e-Learning and ICT Education, eds. C. Karagiannidis, P. Politis & I. Karasavvidis ( New York: Springer, 2014), 179-264, 190.
[10] Adam Chapman, Digital Games as History: How Videogames Represent the Past and Offer Access to Historical Practice (New York: Routledge 2016), 83.
[11] Linda Adler-Kassner et al, “Framing plagiarism”, in Originality, Imitation and Plagiarism, eds. C. Eisner et al.,(Michigan: University of Michigan Press, 2008), 231-246, 232.
[12] Ibid, 240.
[13] Ibid, 233.
[14] A. Ray, E. Graeff, “Reviewing the author function in the age of Wikipedia”, in C. Eisner et al (eds.) Originality, Imitation and Plagiarism (Michigan: University of Michigan Press, 2008), 39-47, 40.
[15] Linda Adler-Kassner et al, “Framing plagiarism”…, 243.  
[16] Peter Kaufman, “Oral history in the video age”, The Oral History Review, 40 (1) (2013), 1-7, 2.
[17] Ibid.
[18] Steve Cohen, “Shifting questions: new paradigms for oral history in a digital world”, The Oral History Review, 40(1) (2013), 154-167, 161.

_____________________

Image Credits

Copy Paper © 2018 Dean Hochman, CC BY-2.0 via flickr

Recommended Citation

Apostolidou, Eleni: Παραπληροφόρηση, Απλούστευση και Λογοκλοπή στη Δημόσια Ιστορία. In: Public History Weekly 8 (2020) 2, DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2020-14894.

Editorial Responsibility

Dominika Uczkiewicz / Krzysztof Ruchniewicz (Team Wroclaw)

Copyright (c) 2020 by De Gruyter Oldenbourg and the author, all rights reserved. This work may be copied and redistributed for non-commercial, educational purposes, if permission is granted by the author and usage right holders. For permission please contact the editor-in-chief (see here). All articles are reliably referenced via a DOI, which includes all comments that are considered an integral part of the publication.

The assessments in this article reflect only the perspective of the author. PHW considers itself as a pluralistic debate journal, contributions to discussions are very welcome. Please note our commentary guidelines (https://public-history-weekly.degruyter.com/contribute/).


Categories: 8 (2020) 1
DOI: dx.doi.org/10.1515/phw-2020-14894

Tags: ,

Pin It on Pinterest

undefined
undefined
undefined
undefined
undefined